- υπογλυχαιμία
- η, Νβλ. υπογλυκαιμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπογλυκαιμία — (Ιατρ.). Υπερβολική μείωση του ποσού σακχάρου στο αίμα (κάτω από 70 χιλ.%), που προκαλεί πολύπλοκο σύνδρομο. Συχνότερη αιτία της υ. είναι η θεραπεία με ινσουλίνη, οπότε ο ασθενής καταλαμβάνεται από υπνηλία, που μπορεί να καταλήξει σε… … Dictionary of Greek
υπογλυκαιμία — υπογλυκαιμία, η και υπογλυχαιμία, η η ελάττωση του ποσού του ζάχαρου στο αίμα κάτω από 0,70‰ γρμ.: Πρέπει να τρώει γλυκά· πάσχει από υπογλυκαιμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)